Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΨΑΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Λαυράκι
Το λαυράκι είναι ένα παράκτιο είδος, που ζει σε όλων των ειδών του βυθούς μέχρι και πενήντα μέτρα βάθος.
Συχνά εισέρχεται σε κλειστούς και αβαθείς κόλπους ή ακόμα και στα θολά νερά των λιμανιών, για να κυνηγήσει την τροφή του. Τα νεαρά ψάρια σχηματίζουν κοπάδια, ενώ τα μεγαλύτερα, συνήθως, ζουν μοναχικά ή σε πολύ μικρές ομάδες.
Το λαυράκι μπορεί να φτάσει το 1 μέτρο και σε βάρος 12 κιλά, όμως, συνήθως τα ψάρια που αλιεύονται στα νερά μας δεν ξεπερνούν τα 2 κιλά βάρος.
Το λαυράκι είναι ικανότατος κυνηγός και τρέφεται με μαλακόστρακα και μαλάκια σε νεαρή ηλικία και περισσότερο με ψάρια όταν ενηλικιωθεί. Αυτό το είδος παρουσιάζει κάποιου είδους χωροκρατική συμπεριφορά, αφού τα ίδια άτομα φαίνεται να κυνηγούν στις ίδιες οριοθετημένες περιοχές , για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η περίοδος αναπαραγωγής του λαυρακιού είναι οι μήνες Ιανουάριος, Φεβρουάριος και Μάρτιος .
Το λαυράκι ψαρεύεται με στατικά δίχτυα , καλάμι και ψαροντούφεκο και πιο σπάνια με ψιλοπαράγαδο. Τα περισσότερα ψάρια, που αλιεύονται στις θάλασσές μας, είναι αυτά που κατά καιρούς διαφεύγουν από τις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας. Τα άγρια λαυράκια είναι αρκετά σπάνια και διαφέρουν από αυτά του ιχθυοτροφείου  ως προς το πιο μεγάλο και χοντρό κεφάλι, που διαθέτουν, σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως , το λαυράκι θεωρείται ψάρι εξαιρετικής ποιότητας. Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του λαβρακιού στη Μεσόγειο τα 25 εκατοστά.

Μελάνα
Η μελάνα ή μελανούρι συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο κοινά βυθόβια ψάρια και απαντά, κυρίως, σε περιοχές με βραχώδεις πυθμένες ή πλούσια βλάστηση και καθαρά νερά. Συνήθως, βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 1 και 30 μέτρων. Η μελάνα σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια από άτομα του είδους, που έχουν παρόμοιο μέγεθος, αλλά και με σορκούς, χαρατζίδες και σκαθάρια. Κοπάδια, που αποτελούνται από νεαρά άτομα του είδους, συχνά ανεβαίνουν στον αφρό και στα μεσόνερα ή βρίσκουν καταφύγιο σε λιβάδια του θαλάσσιου φανερόγαμου ποσειδώνια (Poseidonia oceanica). Το μήκος του ψαριού αυτού, συνήθως, κυμαίνεται από 15 μέχρι 20 εκατοστά, αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι τα 30 εκατοστά και το βάρος του μπορεί να ξεπεράσει το ένα κιλό. Είναι παμφάγο ψάρι και τρέφεται κυρίως με μικρά ασπόνδυλα και φυτά. Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους ξεκινά τον Απρίλιο και ολοκληρώνεται το Δεκέμβριο. Η μελάνα είναι γονοχωριστικό είδος, αν και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί και πρωτόγυνος ερμαφροδιτισμός. Αλιεύεται με στατικά δίχτυα, παραγάδια, φελλάρκα, σκαρκές, ελαφριά συρτή, καθετή, καλάμι και ψαροντούφεκο. Έχει μεγάλη εμπορική αξία.

Μούρμουρος
Ο μούρμουρος ή μουρμούρα ανήκει στα κοινά βυθόβια ψάρια της Κύπρου και απαντά σε περιοχές με πλούσια βλάστηση ή σε περιοχές με λασπώδη ή αμμώδη πυθμένα. Συνήθως, βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 10 και 20 μέτρων, αλλλά δεν αποκλείεται να τον συναντήσουμε σε πιο ρηχά νερά ή σε βάθος μέχρι και 150 μέτρα. Αρέσκεται στο να σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια από άτομα του ίδιου είδους με παρόμοιο μέγεθος. Το μήκος των ατόμων του είδους, συνήθως, κυμαίνεται από 15 μέχρι και 30 εκατοστά και το βάρος του μπορεί να ξεπεράσει το 1 κιλό. Το διαιτολόγιο του περιλαμβάνει σκουλήκια, μαλάκια  και μικρά καρκινοειδή, τα οποία παγιδεύει ανακοινώντας την άμμο και σκάβωντας με το ρύγχος του τον πυθμένα. Επειδή αναζητά την τροφή του στην άμμο, όπου κρύβονται αρκετοί οργανισμοί, συχνά ακολουθείται από άλλα είδη ψαριών, όπως ο γύλος (Coris julis),οι χείλες  (Labridae)και ο σπάρος (Diplodus annularis), που προσπαθούν να επωφεληθούν από την εκσκαφή. Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους ξεκινά το Μάιο και ολοκληρώνεται το Σεπτέμβριο. Ο μούρμουρος ερμαφρόδιτο ψάρι και ωριμάζει σεξουαλικά, όταν το μήκος του φτάσει τα 13 εκατοστά, αρχικά ως αρσενικό. Ακολούθως, μεγαλώνοντας αλλάζει φύλο και μεταβάλλεται σε θηλυκό (πρωτανδρισμός). Αλιεύεται κυρίως με παραγάδια, στατικά δίχτυα, γυροβολιά, καθετή, ψαροντούφεκο και καλάμι από την ακτή. Έχει αρκετά μεγάλη εμπορική αξία. Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί  ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος)αλιείας του μούρμουρου στη Μεσόγειο τα 20 εκατοστά.

Μπαρμπούνι
Το μπαρμπούνι είναι μικρό βυθόβιο είδος, που απαντά σε πετρώδεις, αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς, συνήθως, μέχρι 100 μέτρα. Συνήθως, έχει μήκος από 20 έως 25 εκατοστά, ενώ μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 40 εκατοστά. Το μπαρμπούνι αναζητά την τροφή του στο υπόστρωμα με τη βοήθεια των μουστακιών του, τα οποία φέρουν γευστικούς αισθητήρες . Τρέφεται με βενθικούς μικροοργανισμούς, όπως γαρίδες, αμφίποδα, πολύχαιτους, μαλάκια και μικρά ψάρια .Το μπαρμπούνι αναπαράγεται από το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο. Αλιεύεται με τράτα βυθού και στατικά δίχτυα και είναι είδος εξαιρετικής ποιότητας και μεγάλης εμπορικής αξίας. Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του μπαρμπουνιού στη Μεσόγειο τα 11 εκατοστά.

Κέφαλος
Ο κέφαλος είναι βενθοπελαγικό είδος, που συνήθως, κινούνται σε όμάδες πάνω από αμμώδη, λασπώδη ή μικτά υποστρώματα, κυρίως σε βάθος μέχρι 20 μέτρα, αν και κάποιες φορές το βρίσκουμε και σε πιο βαθιά νερά. Είναι ένα από τα πιο κοινά ψάρια της ακτογραμμής της χώρας μας, αφού κινείται σε μεγάλους αριθμούς στα αβαθή νερά, ενώ φαίνεται να έχει προτίμηση σε κλειστούς κόλπους και λιμάνια με θολά και πολλές φορές ακάθαρτα νερά. Ο κέφαλος είναι ευρύαλο είδος, αφού μπορεί να ζήσει και να αναπαραχθεί και στα γλυκά νερά. Μπορεί να ξεπεράσει το 1 μέτρο σε μήκος και τα 7 κιλά σε βάρος, αλλά συνήθως τα ψάρια του είδους αυτού, που ψαρεύονται στα νερά μας, δε ξεπερνούν τα 2 κιλά σε βάρος.
Ο κέφαλος είναι πιο ενεργός κατά τη διάρκεια της μέρας, αν και αυτό δεν είναι κανόνας. Τρέφεται κυρίως με άλγη και μικροοργανισμούς από το υπόστρωμα, αλλά και με οργανικά σωματίδια στη στήλη του νερού. Η αναπαραγωγή του κέφαλου λαμβάνει χώρα κατά τους μήνες Ιούλιο μέχρι Οκτώβριο.
Ψαρεύεται με στατικά δίχτυα, ψαροτούφεκο, καλάμι και ειδικές παγίδες. στην Κύπρο υπάρχουν πολλοί ερασιτέχνες που ασχολούνται με πάθος με το ψάρεμα του κέφαλου με καλάμι από την ακτή. Τα μικρά άτομα του είδους χρησιμοποιούνται από πολλούς και ως ζωντανό δόλωμα για ψάρεμα μεγάλων αρπακτικών. Το κρέας του είναι αρκετά νόστιμο, ειδικά όταν το ψάρι αλιευτεί σε καθαρά νερά και έχει αρκετά ψηλή τιμή στην αγορά.

Εκτός από τον κέφαλο M. cephalus, υπάρχουν στα νερά μας και άλλα είδη με την κοινή ονομασία κέφαλος. Τα πιο κοινά από αυτά είναι τα είδη Liza aurata και  Chelon labrosus. Ο κέφαλος L.aurata  φτάνει τα 50 εκατοστά σε μήκος και τα 2 κιλά σε βάρος και φέρει μια χαρακτηριστική κίτρινη κηλίδα στο κάθε βραγχιακό επικάλυμμα.
Ο κέφαλος C.labrosus φτάνει σε μήκος τα 60 εκατοστά και σε βάρος τα 3 κιλά και έχει χαρακτηριστικά χοντρό άνω χείλος με κερατοειδής θηλές.

Σκάρος
Ο σκάρος είναι ένα ψάρι που απαντά κυρίως στα παράλια της Κύπρου.
Είναι βενθικό είδος και το βρίσκουμε σε περιοχές με λιβάδια του είδους ποσειδώνια (Posidonia oceanica), σε αμμώδη και λασπώδη υποστρώματα και skarosmεπίσης σε βραχώδεις βυθούς όχι πολύ μακριά από την ακτή, σε βάθος μεταξύ 1 και 50 μέτρων .Το μήκος του ψαριού αυτού μπορεί να ξεπεράσει τα 40 εκατοστά ,αλλά, συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 10 και 25 εκατοστών.
Ο σκάρος τρέφεται με μικρά ασπόνδυλα, άλγη και φύκια.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους αρχίζει τον Ιούλιο και ολοκληρώνεται περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, το είδος κοπαδιάζει και πλησιάζει τα παράλια. Όπως φαίνεται και στις εικόνες, ο σκάρος παρουσιάζει φυλετικό διμορφισμό, αφού το αρσενικό και το θηλυκό διαφέρουν μορφολογικά. Αλιεύεται με στατικά δίχτυα, γυροβολιά, σκαρκές, καλάμι και ψαροντούφεκο. Το κρέας του σκάρου είναι εξαιρετικό και προτιμάται από τους καλοφαγάδες, οι οποίοι συνηθίζουν να καταναλώνουν το σκάρο , με τα εντόσθιά του. Έχει μεγάλη εμπορική αξία η οποία είναι ανάλογη με το μέγεθος του ψαριού.

Βελονίδα
Η βελονίδα είναι ένα παράκτιο, επιπελαγικό είδος, αρκετά κοινό στην Κύπρο. Την συναντάμε από την ακτή μέχρι και την ανοιχτή θάλασσα, σε βάθος μέχρι και 10 μέτρα. Κατά τους ζεστούς μήνες του έτους, το είδος αυτό σχηματίζει κοπάδια, που κατακλύζουν τις ακτές μας.
Η βελονίδα μπορεί να φτάσει τα 90 εκατοστά σε μήκος και να υπερβεί το 1 κιλό σε βάρος, αλλά συνήθως το μήκος της δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά.
Η βελονίδα είναι ένας ικανότατος κυνηγός και συλλαμβάνει τη λεία της με ξαφνικές πλάγιες κινήσεις του ραμφοειδούς στόματός της. Τρέφεται, κυρίως, με μικρά ψάρια.
Η αναπαραγωγή της στα νερά της Κύπρου λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η βελονίδα αλιεύεται, κυρίως, από τους ερασιτέχνες αλιείς της χώρας μας με καλάμι από την ακτή ή με συρτή, με τη χρήση ματασίνων. Οι ματασίνες ή κλωστές είναι δέσμες νήματος, συνήθως μεταξένιου, που έχουν την ικανότητα να πλέκονται στα μικρά και σουβλερά δόντια της βελονίδας. Η βελονίδα, εκλαμβάνοντας τη ματασίνα σαν ένα μικρό ψάρι που κολυμπά, της επιτίθεται και έτσι συλλαμβάνεται στην πετονιά του ψαρά. Αρκετοί ερασιτέχνες ψαράδες χρησιμοποιούν τη βελονίδα ως ζωντανό δόλωμα στη συρτή, για τη σύλληψη μεγαλύτερων κυνηγών, όπως το μινέρι, η συναγρίδα, η λίτσα και άλλα. Το κρέας της βελονίδας είναι πολύ νόστιμο και η εμπορική της αξία αρκετά μεγάλη.

Καραγκίδα / Κοκκάλι
Η καραγκίδα ή κοκκάλι είναι ένα παράκτιο είδος, που απαντά, κυρίως, σε βάθος μικροτερο των 30 μέτρων, αν και μπορεί να την συναντήσουμε και σε μεγαλύτερο βάθος,μέχρι και 200 μέτρα. Σχηματίζει μεγάλα κοπάδια και η παρουσία της είναι πιο έντονη σε περιοχές με ξέρες ή ναυάγια. Συχνά, νεαρά ψάρια του είδους αυτού παρατηρούνται να κολυμπούν δίπλα σε μεγαλύτερα ψάρια άλλων ειδών.
Η καραγκίδα μπορεί να ξεπεράσει το 1 μέτρο σε μήκος, αν και συνήθως δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά και τα 3 κιλά σε βάρος.
Τρέφεται, κυρίως, με πλαγκτονικούς μικροοργανισμούς και βενθικά ασπόνδυλα. Η αναπαραγωγή της λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.Το κρέας της καραγκίδας θεωρείται πολύ καλής ποιότητας. Ψαρεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα, καλάμι και ψαροντούφεκο.

Κολαούζος / Βλάχος
Ο κολαούζος ή βλάχος είναι βυθόβιο είδος, που απαντά, κυρίως, σε λασπώδεις και αμμώδεις βυθούς, συνήθως σε βάθος από 50 έως 500 μέτρα και κάποτε μέχρι και 1000 μέτρα. Μικρά ψάρια του είδους, τα οποία φέρουν χαρακτηριστικά άσπρα στίγματα, παρατηρούνται συχνά να κολυμπούν κοντά σε επιπλέοντα αντικείμενα.
Φτάνει τα 2 μέτρα σε μήκος και τα 100 κιλά σε βάρος, αν και το συνηθισμένο μήκος του δεν ξεπερνά τα 70 εκατοστά και το βάρος του τα 8 κιλά.Τρέφεται με ψάρια, κεφαλόποδα (χταπόδια, σουπιές, καλαμάρια) και οστρακόδερμα (καβούρια, γαρίδες κ.λπ.).
Η αναπαραγωγή του κολαούζου λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.Αλιεύεται με χοντρά παραγάδια και βαθιές καθετές και το κρέας του θεωρείται πολύ καλής ποιότητας.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του κολαούζου στη Μεσόγειο τα 45 εκατοστά.

Κολιός
Ο κολιός είναι ένα από τα πιο κοινά μικρά πελαγικά είδη, που κατακλύζουν τις ακτές μας τους καλοκαιρινούς μήνες, σε βάθος μέχρι και 300 μέτρα. Μοιάζει πολύ στην εμφάνιση με το σκουμπρί, με τη διαφορά ότι φέρει σκούρες γραμμές ή στίγματα στην κοιλιακή περιοχή.
Ο κολιός, μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 50 εκατοστά, αν και σπάνια ξεπερνά τα 30 εκατοστά.Είναι μεταναστευτικό είδος, το οποίο σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια από ισομεγέθη ψάρια.Τρέφεται με μικρότερα είδη πελαγικών ψαριών, καθώς και πελαγικά ασπόνδυλα.
Αναπαράγεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, κυρίως τον Αύγουστο.Ο κολιός αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα και τράτες βυθού, καθώς και με ψιλές συρτές, καθετές και τσαπαρί.

Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του κολιού στη Μεσόγειο τα 18 εκατοστά.

Κυνηγός
Ο κυνηγός ή ακκανομούττας είναι ένα πελαγικό είδος, γνωστό στους επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες της χώρας μας, ιδιαίτερα για τα πανέμορφα χρώματα που έχει, όταν είναι ζωντανός, αλλά και για το σθένος, με το οποίο μάχεται, όταν αγκιστρωθεί.
Είναι αρκετά μεγάλο είδος, αφού μπορεί να ξεπεράσει το 1 μέτρο σε μήκος και τα 20 κιλά σε βάρος, αν και συνήθως στα νερά μας δεν ξεπερνά τα 10 κιλά.Κολυμπά, κυρίως, στα ανοιχτά νερά και κατά περιόδους κοντά στην ακτή, από την επιφάνεια μέχρι και 100 μέτρα βάθος. Συνηθίζει να σχηματίζει κοπάδια, αν και τα μεγαλύτερα άτομα του είδους ζουν είτε μοναχικά είτε σε ζεύγη. Πολλές φορές ο κυνηγός ακολουθεί πλοία ή αρέσκεται στο να προσεγγίζει μεγάλα επιπλέοντα αντικείμενα.
Είναι άριστος κυνηγός, που ορμά στο θήραμά του αστραπιαία με ταχύτητες άνω των 40 κόμβων. Τρέφεται, κυρίως, με επιπελαγικά ψάρια, καλαμάρια και μαλακόστρακα.Ο κυνηγός αναπαράγεται στα νερά μας κατά τους ανοιξιάτικους μήνες.
Ψαρεύεται με αφροπαράγαδα, συρτές αφρού και πλάνους. Θεωρείται ψάρι καλής ποιότητας και η αξία του στην αγορά είναι σχετικά μεγάλη.

Λαγοκέφαλος / Κουνέλι
Ο λαγοκέφαλος ή κουνέλι ή κουνελόψαρο είναι ένα λεσσεψιανό είδος, που άρχισε να κάνει έντονη την εμφάνισή του στα νερά της χώρας μας τα τελευταία χρόνια. Ο λαγοκέφαλος είναι γνωστός στους ψαράδες της χώρας μας αλλά και στο ευρύ κοινό, κυρίως λόγω των ζημιών που προκαλεί στα εργαλεία και στα αλιεύματα των ψαράδων, αλλά και λόγω της επικινδυνότητάς του στην κατανάλωση, εξαιτίας της τοξίνης που περιέχει.
Ο λαγοκέφαλος κινείται σε κοπάδια σε όλων των τύπων τα υποστρώματα, από το βυθό μέχρι την επιφάνεια και φθάνει σε βάθος μέχρι και 100 μέτρα.
Είναι ευκαιριακός θηρευτής και τρέφεται με μια μεγάλη ποικιλία οργανισμών, όπως κεφαλόποδα, μαλακόστρακα και ψάρια. Πολύ συχνά επιτίθεται σε ψάρια, που είναι ήδη πιασμένα σε δίχτυα ή αγκίστρια, προκαλώντας ζημιές με το ισχυρό ράμφος του. Ο λαγοκέφαλος δεν διστάζει να επιτεθεί ακόμη και σε άτομα του ίδιου είδους.
Δυστυχώς, ο λαγοκέφαλος είναι πια ένα από τα συχνότερα αλιεύματα των ψαράδων της χώρας μας.
Η εμπορία του ψαριού αυτού απαγορεύεται ρητώς από ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
Αν και δεν έχει αποδειχθεί ότι τα είδη αυτά είναι τοξικά, καλό είναι το κοινό να αποφεύγει την κατανάλωσή τους.

 Λίτσα
Η λίτσα είναι ένα ως επί το πλείστον παράκτιο είδος, που απαντά, κυρίως, σε επιφανειακά νερά σε βάθος μέχρι και 50 μέτρα. Είναι αρκετά μεγάλο είδος, αφού μπορεί να φτάσει τα 2 μέτρα σε μήκος και τα 50 κιλά σε βάρος, αν και συνήθως δεν ξεπερνά το 1 μέτρο σε μήκος και τα 10 κιλά σε βάρος.
Η λίτσα είναι εξαιρετικός κυνηγός και δεν διστάζει να εισέλθει σε πολύ ρηχά νερά ή ακόμη και σε λιμάνια, για να συλλάβει τη λεία της. Τρέφεται, ως επί το πλείστον, με ψάρια, τα οποία πολλές φορές κυνηγάει με θεαματικό τρόπο στην επιφάνεια του νερού.
Η αναπαραγωγή της λίτσας λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η λίτσα αλιεύεται, κυρίως, από τους ερασιτέχνες αλιείς της χώρας μας με καλάμι από την ακτή, με συρτή από σκάφος και με ψαροντούφεκο, ενώ λίγα ψάρια του είδους αυτού συλλαμβάνονται στα στατικά δίχτυα των επαγγελματιών ψαράδων. Το κρέας της είναι αρκετά καλής ποιότητας και η εμπορική της αξία αρκετά μεγάλη.

Λιτσούι
Το λιτσούι είναι παράκτιο είδος, που απαντά σε βάθος μέχρι και 200 μέτρα. Συνήθως, κινείται σε μικρές ομάδες πολύ κοντά στην ακτή, σε αμμώδεις βυθούς με καθαρά νερά.
Μπορεί να φθάσει τα 70 εκατοστά σε μήκος και τα 3 κιλά σε βάρος, όμως, συνήθως, το μήκος του δεν ξεπερνά τα 35 εκατοστά. Τρέφεται με βενθικούς οργανισμούς, όπως μαλάκια, μαλακόστρακα (γαρίδες και καβούρια) και μικρά ψάρια. Η αναπαραγωγή του λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα, καλάμι, ελαφριά συρτή και ψαροντούφεκο και το κρέας του θεωρείται αρκετά καλό.

Λυθρίνι
Το λυθρίνι είναι βενθικό είδος και ζει σε βραχώδη και αμμολασπώδη υποστρώματα, σε βάθος από 20 έως 200 μέτρα. Τα ενήλικα άτομα του είδους προτιμούν βάθος μεγαλύτερο των 20 μέτρων, ενώ τα νεαρά μικρότερο των 50 μέτρων. Κατά τους χειμερινούς μήνες το λυθρίνι μεταναστεύει σε πιο βαθιά νερά, ενώ το αντίθετο συμβαίνει κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι μοναχικό ψάρι ή περιορίζεται στο σχηματισμό μικρών κοπαδιών από άτομα του ίδιου είδους, ιδίως κατά το φθινόπωρο και την άνοιξη, όπου λαμβάνει χώρα και η αναπαραγωγή του. Το μήκος του λυθρινιού,συνήθως, κυμαίνεται από 10 μέχρι 25 εκατοστά. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει τα 2 κιλά και το μήκος του να ξεπεράσει τα 40 εκατοστά.
Τρέφεται με ασπόνδυλα, κυρίως καρκινοειδή και σκουλήκια, αλλά και με μικρά ψάρια. Αλιεύεται με τράτα βυθού, στατικά δίχτυα, παραγάδια και καθετές και έχει μεγάλη εμπορική αξία.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του λυθρινιού στη Μεσόγειο τα 15 εκατοστά.

Μάκερελ
Το μάκερελ ή ραβδωτό σκουμπρί είναι ένα πελαγικό είδος, που ζει, κυρίως, σε παράκτια νερά και σε βάθος όχι μεγαλύτερο των 200 μέτρων. Σε κάποιες περιοχές της χώρας μας ονομάζεται και βασιλόψαρο, όπως και η ζαργάνα (Tetrapturus belone), αν και τα δυο αυτά είδη δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Είναι λεσσεψιανό είδος, δηλαδή είδος του Ινδο-Ειρηνικού, που μετανάστευσε και στη Μεσόγειο, μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Τα τελευταία χρόνια η σύλληψή του στα νερά μας είναι όλο και πιο συχνή.
Είναι αρκετά μεγάλο ψάρι, αφού μπορεί να φθάσει σε μήκος τα 2 μέτρα και σε βάρος τα 50 κιλά. Παρόλα αυτά, τα άτομα του είδους αυτού, που αλιεύονται στα νερά μας, συνήθως δεν ξεπερνούν σε βάρος τα 10 κιλά.
Το μάκερελ κυνηγά τη λεία του κινούμενο, συνήθως, σε μικρές ομάδες και τρέφεται με μικρά ψάρια, καλαμάρια και γαρίδες.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους στην περιοχή μας δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί. Το μάκερελ αλιεύεται με στατικά δίχτυα, συρτές και ψαροντούφεκο και είναι ψάρι πολύ καλής ποιότητας με αρκετά μεγάλη εμπορική αξία.

Μένουλα
Η μένουλα είναι ένα αρκετά κοινό ψάρι στα νερά της Κύπρου. Είναι ημιπελαγικό είδος και απαντά σε περιοχές με πλούσια βλάστηση, κυρίως, πάνω από λιβάδια του θαλάσσιου φανερόγαμου ποσειδώνια ή αμμολασπώδη υποστρώματα. Είναι πολύ δραστήριο ψάρι, ιδίως, κατά τη διάρκεια της μέρας και κινείται σε ολόκληρη τη στήλη του νερού. Τις βραδινές ώρες προσεγγίζει τον πυθμένα. Βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 5 και 280 μέτρων, αλλά πιο πιθανόν είναι να την συναντήσουμε σε βάθος μεταξύ 5 και 150 μέτρων. Το μήκος του ψαριού αυτού, συνήθως, κυμαίνεται από 12 μέχρι 20 εκατοστά. Τα αρσενικά είναι ελαφρώς πιο μεγάλα από τα θηλυκά και φέρουν πιο έντονους χρωματισμούς.
Η μένουλα τρέφεται με πλαγκτονικούς οργανισμούς και μικρά ασπόνδυλα.
Στην Κύπρο, η αναπαραγωγική περίοδος του είδους λαμβάνει χώρα από τον Απρίλιο μέχρι και τα τέλη Μαΐου.
Λόγω της ιδιαίτερα έντονης κοινωνικής της φύσης κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, αποτελεί στόχο για τα στατικά δίχτυα της παράκτιας αλιείας. Αλιεύεται, επίσης, από τις τράτες βυθού.
Επειδή έχει μικρό μέγεθος και αφθονεί στα παράλια για κάποιους μήνες, έχει μικρή εμπορική αξία.

Μινέρι
Το μινέρι ή μαγιάτικο είναι ένα είδος με συμπεριφορά τόσο επιβενθικού όσο και πελαγικού ψαριού και το συναντάμε, κυρίως, στην παράκτια ζώνη. Η παρουσία του είναι πιο έντονη κοντά σε πάγκους, ξέρες, γκρεμίσματα του βυθού και ναυάγια, σε βάθος συνήθως από 20 μέχρι 80 μέτρα, αν και δεν είναι σπάνια η παρουσία του σε βάθος μέχρι και 300 μέτρα.

Είναι από τα μεγαλύτερα είδη της οικογένειάς του, φθάνοντας τα 190 εκατοστά σε μήκος και τα 80 κιλά σε βάρος.
Παρόλα αυτά, τα άτομα του είδους που συναντάμε στα νερά μας, συνήθως, δεν ξεπερνούν τα 40 κιλά σε βάρος.
Το μινέρι είναι ένας ικανότατος κυνηγός που τρέφεται, κυρίως, με ψάρια και κεφαλόποδα, ως επί το πλείστον, σουπιές και καλαμάρια. Σε νεαρή ηλικία σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια, τα οποία μειώνονται σε μέγεθος, όσο μεγαλώνει το ψάρι. Τα μεγάλα άτομα του είδους απαντούν συνήθως μοναχικά ή σε μικρές ομάδες των δύο έως τριών, αν και η εμφάνιση μεγάλων κοπαδιών από ενήλικα άτομα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής.
Το μινέρι είναι ένα ψάρι που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τους ψαράδες, τόσο τους επαγγελματίες όσο και τους ερασιτέχνες, λόγω του μεγέθους, της δύναμης, της ομορφιάς, αλλά και της εξαιρετικής γεύσης του, που του προσδίδει μεγάλη εμπορική αξία. Τα μικρά άτομα του είδους ψαρεύονται με στατικά δίχτυα, γυροβολιά και ελαφριές συρτές αφρού, ενώ τα μεγάλα άτομα ψαρεύονται με χοντρά δίχτυα (μινερόδιχτα), χοντρά παραγάδια, συρτές βυθού, πλάνους και ψαροντούφεκο.

Bατί
Το βατί συγκαταλέγεται ανάμεσα στα είδη που απαντούν συχνά στην Κύπρο. Ο όρος «βατί», όπως χρησιμοποιείται από τους κατοίκους του νησιού, δεν αποδίδεται μόνο στο εν λόγω είδος, αλλά σε όλα τα σελαχοειδή. Είναι αρκετά μεγάλο σε μέγεθος και το πλήρες άνοιγμα των πτερυγίων του μπορεί να ξεπεράσει τα 2 μέτρα.Είναι αποκλειστικά βυθόβιο είδος και απαντά σε αμμώδεις και λασπώδεις βιότοπους, σε βάθος μέχρι 200 μέτρα, αν και συνήθως βρίσκεται σε πιο ρηχά νερά, μεταξύ 10 και 50 μέτρων. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κάνει πιο συχνή την εμφάνισή του στα παράλια, πιθανόν για ανεύρεση τροφής.
Τρέφεται με μικρά βυθόβια ψάρια, ασπόνδυλα, μαλάκια, οστρακόδερμα και μικρότερα σελάχια.
Έχει αδαμαντοειδές σχήμα σώματος με δύο μεγάλα τριγωνικά θωρακικά πτερύγια και στρογγυλό ρύγχος. Όπως και τα πλείστα σελάχια, έχει πολύ μακριά ουρά, που ξεπερνά σε μήκος το μήκος του σώματός του.Η ουρά του φέρει σειρές πολυάριθμων μικρών αγκαθιών, αλλά και ένα μακρύ αιχμηρό δηλητηριώδες αγκάθι στη βάση της, που σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να είναι και διπλό.
Το είδος αυτό θεωρείται επιβλαβές για τον άνθρωπο, όχι λόγω των πολυάριθμων αγκαθιών που φέρει κατά μήκος της ουράς του, αλλά λόγω του δηλητηριώδους αγκαθιού, που φέρει στη βάση της. Αλιεύεται με τράτα βυθού, στατικά δίχτυα, παραγάδια και ψαροντούφεκο.
Αν και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα επικίνδυνα ψάρια, εντούτοις δεν θεωρείται απόρριψη, αφού πωλείται για τα μεγάλα σαρκώδη πτερύγιά του. Η εμπορική του αξία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη.

 Βιόλα
Η βιόλα, όπως είναι γνωστό το είδος αυτό στο ευρύ κοινό της Κύπρου, είναι ανάμεσα στα είδη που απαντούν σχετικά συχνά στην Κύπρο. Ο όρος «βιόλα» δεν αποδίδεται μόνο στο εν λόγω είδος, αλλά και στο είδος Rhinobatos rhinobatos, που, επίσης, απαντά στα παράλια του νησιού. Στις πλείστες περιπτώσεις, ακόμα και οι ίδιοι οι ψαράδες, είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω της ομοιότητας του χρωματισμού, της βιολογίας και της μορφολογίας μεταξύ των δύο ειδών, δεν τα διαχωρίζουν.
Η βιόλα συγκαταλέγεται στα σελαχοειδή, αλλά έχει ρομβοειδές σχήμα σώματος, πιο στενόμακρο από εκείνο των περισσότερων σελαχιών. Είναι αποκλειστικά βυθόβιο είδος και απαντά σε αμμώδεις και λασπώδεις βιότοπους, σε βάθος μέχρι 100 μέτρα. Συνήθως κινείται αργά κοντά στο βυθό ή βρίσκεται κρυμμένη στην άμμο. Το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 40 και 80 εκατοστών, αν και δύναται να υπερβεί και το ενάμισι μέτρο.
Τρέφεται με τη βοήθεια των πτερυγίων της (μετακινώντας τα σε κάθετο άξονα), ψάχνοντας στην άμμο για την τροφή της, που αποτελείται από μικρά βυθόβια ψάρια και ασπόνδυλα.
Η βιόλα αναπαράγεται μία ή δύο φορές το χρόνο με ωοζωοτοκία και γεννά 4 έως 8 νεογνά κάθε φορά.
Αλιεύεται με παραγάδια ή στατικά δίχτυα και κάποτε με τράτα βυθού. Έχει μηδαμινή εμπορική αξία και στις πλείστες περιπτώσεις απορρίπτεται.

Ζαργάνα
Η ζαργάνα ή βασιλόψαρο, όπως είναι γνωστό το είδος αυτό στην Κύπρο, είναι ένα σχετικά μεγάλο πελαγικό είδος, που μοιάζει μορφολογικά με τον ξιφία, λόγω της μεγάλης και μυτερής προέκτασης της άνω σιαγόνας. Ένα ώριμο ανεπτυγμένο άτομο του είδους μπορεί να φτάσει τα 2 μέτρα σε μήκος, αν και συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 50 εκατοστών και 1 μέτρου. Η ζαργάνα είναι άκρως μεταναστευτικό είδος και προτιμά να βρίσκεται στο πέλαγος σε βαθιά νερά, όπου αρέσκεται στο να κινείται από την επιφάνεια μέχρι και σε βάθος 200 μέτρων. Κατά καιρούς την συναντάμε και σε πιο ρηχά νερά, όπου βγαίνει για αναζήτηση τροφής ή για αναπαραγωγή. Αν και η ζαργάνα απαντά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, είναι πιο γνωστή στη βορειοδυτική πλευρά της. Το καλοκαίρι μεταναστεύει βόρεια, αναζητώντας εύκρατο κλίμα και πιο κρύα νερά, ενώ κατά τους φθινοπωρινούς μήνες μεταναστεύει νότια, αποζητώντας πιο ζεστά νερά και πλούσια σε τροφή.
Η ζαργάνα είναι εξαιρετικός θηρευτής και αρέσκεται στο να κινείται σε ζεύγη, κάτι που εφαρμόζει για αύξηση της θηρευτικής της απόδοσης. Τρέφεται με διάφορα ψάρια, ασπόνδυλα και μαλάκια, αλλά, κυρίως, με καλαμάρια, σκουμπριά και σαρδέλες. Το παράδοξο είναι ότι, αν και είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς θηρευτές του θαλάσσιου οικοσυστήματος, δεν χρησιμοποιεί καμιά ιδιαίτερη τεχνική, αλλά ακολουθεί επίμονα τη λεία της αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα και προφταίνοντάς την μοιραία. Αρκετές φορές σκοτώνει τα θύματά της με το ξίφος της, ειδικά αν αυτά συγκαταλέγονται στους βυθόβιους οργανισμούς. Αλιεύεται με αφροπαράγαδα, συρτές αφρού και κάποτε με ψαροντούφεκο και στατικά δίχτυα.

Μαρίδα
Η μαρίδα είναι το πιο κοινό ψάρι στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, αφού τα τελευταία χρόνια αποτελεί, σχεδόν, το 70% της συνολικής παραγωγής της αλιείας στα κυπριακά χωρικά ύδατα. Είναι ημιπελαγικό είδος και απαντά, κυρίως, σε περιοχές με πλούσια βλάστηση, καθώς και σε αμμολασπώδη υποστρώματα. Είναι πολύ δραστήριο ψάρι κατά τη διάρκεια της μέρας και κινείται σε ολόκληρη τη στήλη του νερού. Τις βραδινές ώρες προσεγγίζει τον πυθμένα. Βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 5 και 280 μέτρων, αλλά πιο πιθανόν είναι να την συναντήσουμε σε βάθος μεταξύ 20 και 150 μέτρων. Η μαρίδα είναι πολύ κοινωνικό ψάρι και σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια από άτομα του ίδιου είδους, καθώς και με το συγγενικό του είδος τσέρουλα. Το μήκος της μαρίδας, συνήθως, κυμαίνεται από 7 μέχρι 15 εκατοστά, αν και κατά την αναπαραγωγική περίοδο τα αρσενικά φτάνουν γύρω στα 20 εκατοστά.
Τρέφεται με πλαγκτονικούς οργανισμούς και μικρά ασπόνδυλα.
Το αρσενικό ψάρι του είδους, διαφέρει μορφολογικά από το θηλυκό, αφού γίνεται πιο μεγάλο και αποκτά ζωηρούς χρωματισμούς

Μπακαλιάρος
Ο μπακαλιάρος είναι ένα βυθόβιο είδος, που το συναντάμε, κυρίως, σε λασπώδη υποστρώματα, σε βάθος από 50 μέχρι και 1000 μέτρα. Ζει κοντά στο βυθό κατά τη διάρκεια της μέρας και ανεβαίνει ψηλότερα κατά τη διάρκεια της νύχτας, για να τραφεί.
Ο μπακαλιάρος μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος το 1 μέτρο και τα 10 κιλά σε βάρος, συνήθως, όμως, τα ψάρια που αλιεύονται στα νερά μας δεν ξεπερνούν σε βάρος τα 2 κιλά.
Ο μπακαλιάρος τρέφεται, κυρίως, με ψάρια και καλαμάρια, που κυνηγά ανεβαίνοντας στα μεσόνερα.
Ο μπακαλιάρος αλιεύεται με παραγάδια, τράτες βυθού και πιο αραιά με στατικά δίχτυα. Έχει εξαιρετικής ποιότητας κρέας και μεγάλη εμπορική αξία.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του μπακαλιάρου στη Μεσόγειο τα 20 εκατοστά.
Να σημειωθεί ότι ο δικός μας μπακαλιάρος δεν είναι ο ίδιος με το μπακαλιάρο του Ατλαντικού ,που βρίσκουμε κατεψυγμένο στις υπεραγορές. Στην ουσία, τα δύο αυτά είδη έχουν μεγάλες διαφορές και ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες.

Μυλοκόπι
Το μυλοκόπι είναι ένα βυθόβιο είδος, που ζει σε αμμώδεις ή μικτούς βυθούς, σε βάθος μέχρι 100 μέτρα.Μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος το 1 μέτρο και σε βάρος τα 10 κιλά, αν και, συνήθως, τα ψάρια του είδους, που αλιεύονται στα νερά μας, δεν ξεπερνούν σε βάρος τα 4 κιλά.
Το μυλοκόπι τρέφεται, κυρίως, με βενθικά ασπόνδυλα, που βρίσκει σκαλίζοντας το μαλακό υπόστρωμα. Η περίοδος αναπαραγωγής του μυλοκοπιού στα νερά μας διαρκεί από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο.
Το μυλοκόπι ψαρεύεται με στατικά δίχτυα, τράτα βυθού, παραγάδια, καλάμι από την ακτή και ψαροντούφεκο. Οι ψαράδες στη χώρα μας, συνήθως, αλιεύουν μεγάλες ποσότητες αυτού του είδους μετά από περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, όταν τα μυλοκόπια πλησιάζουν τις ακτές, για να τραφούν με τα φερτά υλικά των χειμάρρων.
Στην Κύπρο υπάρχουν αρκετοί ερασιτέχνες ψαράδες, που ειδικεύονται στο ψάρεμα μεγάλων ατόμων του είδους από την ακτή με καλάμι κατά τις βραδινές ώρες. Το κρέας του είναι πολύ καλής ποιότητας και η εμπορική του αξία αρκετά μεγάλη.

Ξιφίας
Ο ξιφίας είναι ένα μεγάλο πελαγικό είδος της ανοιχτής θάλασσας, που το συναντάμε κάποτε και αρκετά κοντά στην ακτή. Είναι είδος μεταναστευτικό και μοναχικό, αν και κάποτε, ιδιαίτερα σε νεαρή ηλικία, κινείται σε ζεύγη ή μικρές ομάδες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ξιφία είναι η πολύ μακριά και πεπλατυσμένη άνω σιαγόνα του, που μοιάζει με ξίφος. Ζει σε βάθος από 0 μέχρι και 800 μέτρα, συνήθως, όμως, μέχρι 500 μέτρα.
Ο ξιφίας μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μέτρα και σε βάρος τα 500 κιλά. Παρόλα αυτά, οι ξιφίες που αλιεύονται στα νερά μας σπάνια φθάνουν τα 100 κιλά.
Είναι ευκαιριακός θηρευτής που ψάχνει για τροφή από την επιφάνεια μέχρι το βυθό. Τρέφεται με ψάρια και καλαμάρια, τα οποία πρώτα σκοτώνει με τη βοήθεια του ξίφους του. Το ξίφος χρησιμοποιείται, επίσης, για άμυνα.
Ο ξιφίας έχει τη φήμη επιθετικού είδους και υπάρχουν αρκετές αναφορές σε ξιφίες, οι οποίοι επιτέθηκαν είτε σε σκάφη είτε σε ψαράδες.
Η αναπαραγωγή του ξιφία στα νερά μας λαμβάνει χώρα από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο, με αποκορύφωμα την περίοδο από τα τέλη Ιουνίου μέχρι και τον Αύγουστο.
Αλιεύεται με ειδικά αφροπαράγαδα (ξιφιοπαράγαδα) και χοντρές καθετές από κάποιους ερασιτέχνες. Έχει εξαιρετικό κρέας και μεγάλη εμπορική αξία.
Ως βασικό μέτρο διαχείρισης των πληθυσμών του ξιφία καθορίζεται κλειστή περίοδος αλιείας του από τη Διεθνή Επιτροπή για τη Διατήρηση των Θυννοειδών του Ατλαντικού (ICCAT).

Ορφός
Ο ορφός ή ροφός είναι βυθόβιο είδος, που απαντά σε βραχώδεις περιοχές, σε βάθος από 5 μέχρι 200 μέτρα. Είναι αρκετά μεγάλο είδος, αφού το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1 μέτρο και το βάρος του τα 30 κιλά. Στις μέρες μας, με την αλιευτική πίεση που δέχεται το συγκεκριμένο είδος, τα μεγάλα άτομα του είδους σπανίζουν και το συνηθισμένο βάρος των ψαριών που αλιεύονται κυμαίνεται γύρω στα 4 κιλά. Είναι αρκετά μακρόβιο είδος, αφού μπορεί να ζήσει περισσότερο από 50 χρόνια.
Ο ορφός παρουσιάζει χωροκρατική συμπεριφορά, επιλέγοντας προσεκτικά τη φωλιά του μέσα σε βραχώδεις σχηματισμούς, την οποία υπερασπίζεται και δύσκολα εγκαταλείπει. Πολλές φορές περισσότερα από ένα ψάρια μπορεί να μοιράζονται την ίδια φωλιά.Κυνηγά τη λεία του, κυρίως, ενεδρεύοντας κοντά στη φωλιά του. Τρέφεται, κυρίως, με ψάρια, κεφαλόποδα (χταπόδια, σουπιές, καλαμάρια) και οστρακόδερμα.
Η αναπαραγωγή του γίνεται κατά το καλοκαίρι.
Ο ορφός έχει εξαιρετικής ποιότητας κρέας και μεγάλη εμπορική αξία. Αλιεύεται, κυρίως, με χοντρό παραγάδι, καθετή, συρτή βυθού, πλάνους και πιο σπάνια με στατικά δίχτυα . Τα μικρά άτομα του είδους συλλαμβάνονται αρκετά συχνά και σε σκαρκές. Ο ορφός αποτελεί το σημαντικότερο, ίσως, αλίευμα των ψαροντουφεκάδων και η σύλληψη ενός μεγάλου ψαριού του είδους θεωρείται από πολλούς ως το υπέρτατο τρόπαιο.
Δυστυχώς, όμως, η παράνομη αλιεία με αυτόνομες συσκευές κατάδυσης και ψαροντούφεκο, σε συνδυασμό με τους αργούς ρυθμούς ανάκαμψης του είδους, οδήγησε τους μεσογειακούς πληθυσμούς σε συρρίκνωση.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του ορφού στη Μεσόγειο τα 45 εκατοστά.

Ούγενα
Η ούγενα ή μυτάκι, όπως είναι γνωστό σε κάποιες περιοχές της Κύπρου, δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πολύ κοινά βυθόβια ψάρια. Απαντά, κυρίως, σε περιοχές που έχουν αμμώδη ή βραχώδη υποστρώματα, όπου αρέσκεται στο να κρύβεται σε σκοτεινές τρύπες. Συχνά, νεαρά άτομα του είδους βρίσκουν καταφύγιο σε λιβάδια του θαλάσσιου φανερόγαμου ποσειδώνια (Posidonia oceanica). Πιο σπάνια την βρίσκουμε σε βάθος πέραν των 60 μέτρων, αν και μπορεί να φτάσει και τα 150 μέτρα. Αρέσκεται στο να σχηματίζει μικρές αγέλες από άτομα του ίδιου είδους.
Το μήκος της, συνήθως, κυμαίνεται από 15 μέχρι 30 εκατοστά, αν και μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 60 εκατοστά και το βάρος της να ξεπεράσει το ενάμισι κιλό.
Τρέφεται, κυρίως, με φύκια, αλλά και με σκουλήκια, μικρά μαλάκια και οστρακόδερμα. Είναι αρκετά δραστήριο και κινητικό ψάρι.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους ξεκινά το Δεκέμβριο και ολοκληρώνεται τον Ιανουάριο. Η ούγενα είναι ερμαφρόδιτο ψάρι και ωριμάζει σεξουαλικά σε ηλικία 2 έως 3 ετών ως αρσενικό και ακολούθως, μεταβάλλεται πλήρως σε θηλυκό (πρωτανδρισμός).
Αλιεύεται, κυρίως, με ψιλά παραγάδια, στατικά δίχτυα, καθετή, σκαρκές, ψαροντούφεκο και καλάμι. Έχει αρκετά μεγάλη εμπορική αξία.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας της ούγενας στη Μεσόγειο τα 18 εκατοστά.

 Πέρκα
Η πέρκα είναι ένα πολύ κοινό, μικρό βυθόβιο είδος, που απαντά σε όλων των τύπων τους βυθούς και σε βάθος μέχρι 150 μέτρα. Μπορεί να ξεπεράσει τα 30 εκατοστά σε μήκος, αν και συνήθως το μήκος της κυμαίνεται από 10 μέχρι 20 εκατοστά.
Τρέφεται με μικρά ψάρια, οστρακόδερμα και μαλάκια. Η πέρκα είναι σύγχρονο ερμαφρόδιτο είδος, δηλαδή τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. Η αναπαραγωγή λαμβάνει χώρα από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο.
Αλιεύεται με τράτα βυθού, στατικά δίχτυα, σκαρκές και ψιλές καθετές και το κρέας της είναι μέτριας ποιότητας.

Πίγγα
Η πίγγα ή κυνηγός, όπως είναι γνωστή σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας, είναι είδος βυθόβιο, που προτιμά τους βραχώδεις ή μικτούς βυθούς με έντονες εναλλαγές του βάθους. Συνήθως, την συναντάμε σε βάθος από 15 έως 100 μέτρα.
Μπορεί να φθάσει τα 80 εκατοστά σε μήκος, αν και, συνήθως, δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά και τα 3 κιλά σε βάρος.
Η πίγγα, σε αντίθεση με τα περισσότερα συγγενικά της είδη, αρέσκεται στο να κινείται όχι μόνο κοντά στο βυθό αλλά και στα μεσόνερα, όπου κυνηγά ενεργά την τροφή της.Τρέφεται, κυρίως, με ψάρια και κεφαλόποδα. Η πίγγα είναι ερμαφρόδιτο πρωτόγυνο είδος.Κατά την περίοδο αναπαραγωγής σχηματίζει συχνά μεγάλα κοπάδια.
Η πίγγα έχει μέτριας ποιότητας κρέας και αλιεύεται, κυρίως, με χοντρό παραγάδι, καθετή, συρτή βυθού, πλάνους, ψαροντούφεκο και πιο δύσκολα με στατικά δίχτυα.

Πιλότος
Ο πιλότος είναι πελαγικό είδος, γνωστό για τη συνήθειά του να ακολουθεί μεγάλα πελαγικά είδη, όπως καρχαρίες, σελάχια και χελώνες, αλλά ακόμη και σκάφη. Τα νεαρά άτομα του είδους συχνά σχηματίζουν μεγάλες ομάδες κάτω από επιπλέοντα φύκια,μέδουσες ή άλλα αντικείμενα.
Πιθανόν να φθάσει τα 70 εκατοστά σε μήκος, συνήθως, όμως, δεν ξεπερνά τα 35 εκατοστά.Ο πιλότος τρέφεται, κυρίως, με κατάλοιπα της τροφής, αλλά και παράσιτα του είδους το οποίο ακολουθεί, καθώς και με μικρά ψάρια, ασπόνδυλα και μαλάκια.
Η αναπαραγωγή του λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.Ο πιλότος αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα και το κρέας του θεωρείται αρκετά καλό.

Ποντικός
Ο ποντικός είναι ψάρι που απαντά συχνά στα παράλια της Κύπρου. Είναι βενθικό είδος και το βρίσκουμε σε περιοχές με πλούσια βλάστηση, αλλά κυρίως σε περιοχές με αμμώδη και λασπώδη υποστρώματα, όχι πολύ μακριά από την ακτή, σε βάθος μεταξύ 1 και 50 μέτρων. Το μήκος του ψαριού αυτού μπορεί να φτάσει τα 30 εκατοστά, αλλά, συνήθως, κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20 εκατοστών. Πρόκειται για είδος που βρίσκεται αρκετά κοντά στο βυθό, ενώ, όταν απειλείται, θάβεται αστραπιαία σε μικροσκοπικές τρύπες, που κατασκευάζει στα μαλακά υποστρώματα όπου ζει.
Τρέφεται με μικρά ασπόνδυλα, μαλάκια, καρκινοειδή, μικρά ψάρια και γαρίδες.
Ο ποντικός παρουσιάζει φυλετικό διμορφισμό, με το αρσενικό και το θηλυκό να διαφέρουν μορφολογικά. Το αρσενικό έχει πάντοτε πιο έντονα χρώματα και, συνήθως, είναι πρασινομπλέ, ενώ το θηλυκό έχει, συνήθως, ξεθωριασμένο ροζ χρώμα.
Αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα, ψιλοπαράγαδα, καθετή και καλάμι. Έχει μικρή εμπορική αξία, αν και είναι αρκετά εύγευστο ψάρι.

Σιακός
Ο σιακός ή συκιός ή ομπρέλλα είναι ένα βυθόβιο είδος, που ζει, κυρίως, σε βραχώδεις βυθούς, σε βάθος από 5 μέχρι 100 μέτρα. Είναι νυχτόβιο είδος, που, συνήθως, κρύβεται σε κοιλότητες βράχων κατά τη διάρκεια της μέρας. Νεαρά άτομα παρατηρούνται, συχνά, κοντά σε λιβάδια ποσειδώνιας.
Ο σιακός μπορεί να φθάσει τα 50 εκατοστά σε μήκος και τα 3 κιλά σε βάρος, όμως, συνήθως, δεν ξεπερνά τα 35 εκατοστά σε μήκος και το 1 κιλό σε βάρος.
Τρέφεται, κυρίως, με μικρά ψάρια, ασπόνδυλα και μαλάκια.Η αναπαραγωγή του λαμβάνει χώρα από το Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, τα αρσενικά παράγουν έναν έντονο χαρακτηριστικό ήχο, που προκαλείται από συσπάσεις της νηκτικής τους κύστης.
Ο σιακός ψαρεύεται με στατικά δίχτυα, παραγάδια, καλάμι, σκαρκές και ψαροντούφεκο και έχει πολύ καλής ποιότητας κρέας και μεγάλη εμπορική αξία.

Σμέρνα
Η σμέρνα ή σμύρνα είναι ένα αρκετά κοινό είδος, που απαντά στα παράκτια νερά της Κύπρου σε βάθος από 0 μέχρι 100 μέτρα. Το μήκος της, συνήθως, κυμαίνεται από 50 μέχρι 100 εκατοστά, αν και μπορεί να ξεπεράσει τα 120. Είναι σαρκοφάγο ψάρι και τρέφεται με ψάρια, μαλάκια και καρκινοειδή.
Είναι ένα από τα λίγα ψάρια της παράκτιας περιοχής της Κύπρου, που μπορεί να τραυματίσει τον άνθρωπο, αφού έχει σιαγόνες οπλισμένες με πολύ λεπτά και αιχμηρά δόντια, που έχουν κλίση προς τα μέσα. Όταν αυτές κλείσουν, δεν μπορεί εύκολα κάποιος να τις ανοίξει. Πιασμένη η σμέρνα, αντιδρά βίαια, δαγκώνοντας οποιοδήποτε αντικείμενο βρίσκεται κοντά της. Το δάγκωμά της είναι επικίνδυνο και επώδυνο. Παρόλα αυτά, η σμέρνα είναι κάθε άλλο παρά επιθετική, μιας και την περισσότερη ώρα της μέρας βρίσκεται κρυμμένη μέσα σε κοιλότητες βράχων και δεν επιτίθεται, εκτός και αν νιώσει ότι απειλείται. Η σμέρνα, όπως προαναφέρθηκε, ζει κοντά σε βραχώδεις περιοχές, όπου βρίσκει καταφύγιο μέσα σε τρύπες κατά τη διάρκεια της μέρας. Κατά τη διάρκεια της νύχτας βγαίνει έξω, για να κυνηγήσει.
Αλιεύεται με στατικά δίχτυα, παραγάδι, καθετή, καλάμι και ψαροντούφεκο. Παρά τους κινδύνους που εμπεριέχει το ψάρεμα της σμέρνας, το κρέας της είναι πολύ εύγευστο. Είναι γενικά πολύ νόστιμο, αν τύχει της σωστής επεξεργασίας. Παρόλα αυτά, λόγω της όψης της και της ιδιαίτερης επεξεργασίας που προαπαιτείται για το μαγείρεμά της, το είδος αυτό έχει πολύ μικρή εμπορική αξία και πολύ συχνά απορρίπτεται από τους ψαράδες.

Σπάρος
Ο σπάρος είναι ένα από τα πιο κοινά είδη που ζουν στα παράλια του νησιού μας. Είναι βυθόβιο είδος και απαντά, κυρίως, κοντά σε λιβάδια του θαλάσσιου φανερόγαμου ποσειδώνια, σε αμμώδη και λασπώδη υποστρώματα και σπάνια σε βραχώδεις περιοχές σε βάθος από 0 μέχρι 90 μέτρα.Το μήκος του κυμαίνεται από 6 μέχρι 15 εκατοστά.
Τρέφεται με σκουλήκια, εχινόδερμα, οστρακόδερμα, μαλάκια και υδρόζωα.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους ξεκινά το Φεβρουάριο και ολοκληρώνεται τον Απρίλιο.Ο σπάρος μέσα σε 1 χρόνο ωριμάζει σεξουαλικά και μπορεί να αναπαραχθεί.
Αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα, ψιλά παραγάδια, σκαρκές, καθετή και καλάμι.Έχει μικρή εμπορική αξία, κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους του.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό μήκος) αλιείας του σπάρου στη Μεσόγειο τα 12 εκατοστά.

Συναγρίδα
Η συναγρίδα ανήκει στην κατηγορία των κοινών βυθόβιων ψαριών της Κύπρου και απαντά σε όλες τις περιοχές της Κύπρου. Ζει, συνήθως, κοντά σε βραχώδεις περιοχές με τρύπες και πλούσια βλάστηση, κοντά σε ξέρες και ναυάγια, ενώ μπορεί να την συναντήσουμε και σε περιοχές με αμμώδες υπόστρωμα. Βρίσκεται ψηλά στην τροφική αλυσίδα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανώτερους θηρευτές. Συνήθως, βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 15 και 50 μέτρων, αλλά δεν αποκλείεται να την συναντήσουμε και σε εντελώς ρηχά νερά ή σε βάθος που φτάνει μέχρι και 200 μέτρα. Σχηματίζει μικρά κοπάδια με άτομα του ίδιου είδους, αλλά συχνά λειτουργεί ως μοναχικός κυνηγός, ιδίως όταν μεγαλώσει. Το μήκος της, συνήθως, κυμαίνεται από 20 μέχρι 50 εκατοστά, αν και μπορεί να ξεπεράσει το 1 μέτρο και να ζυγίζει πέραν των 12 κιλών.
Όπως προαναφέρθηκε, η συναγρίδα είναι κυνηγός και τρέφεται, κυρίως, με ψάρια και κεφαλόποδα.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους λαμβάνει χώρα κατά την άνοιξη, από το Μάρτιο μέχρι το Μάιο.Αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα, παραγάδια, τράτες βυθού, συρτή βυθού, πλάνους, καθετή και ψαροντούφεκο και έχει πολύ μεγάλη εμπορική αξία.

Κουρκούνα άσπρη
Η άσπρη κουρκούνα η άσπρη προσφυγοπούλα, όπως είναι γνωστή στη Κύπρο, είναι ψάρι που τα τελευταία χρόνια απαντά συχνά στα παράλια τής χώρας μας. Είναι βενθικό είδος και το βρίσκουμε, κυρίως, σε περιοχές με λιβάδια του θαλάσσιου φανερόγαμου ποσειδώνια (Posidonia oceanica). Είναι επίσης πιθανόν να συναντηθεί σε βραχώδης βυθούς μεταξύ 1 και 60 μέτρων, όμως συνήθως δεν ξεπερνά τα 30 μέτρα βάθος. Το μήκος της κουρκούνας μπορεί να ξεπεράσει τα 40 εκατοστά, αλλά σπάνια υπερβαίνει τα 25 εκατοστά.

Το εν λόγω ψάρι δεν είναι ενδημικό, αλλά πρόκειται για λεσσεψιανό μετανάστη, που πρωτοεμφανίστηκε στα νερά της Κύπρου γύρω στο 1969, μετά το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, που ενώνει την Ερυθρά με τη Μεσόγειο θάλασσα. Στην αρχή τα ψάρια αυτά αλιεύονται σποραδικά και δεν ήταν γνωστά στο ευρύ κοινό του νησιού. Τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο της θερμοκρασίας, το ψάρι έχει πλέον εδραιωθεί και αφθονεί   στα κυπριακά παράλια. Χαρακτηρίζεται από τα πολύ λεπτά, αιχμηρά και δηλητηριώδη αγκάθια κατά μήκος του ενιαίου ραχιαίου πτερυγίου. Είναι αποκλειστικά φυτοφάγο είδος, αφού τρέφεται με φύκια και άλγη. Η κουρκούνα είναι μεταναστευτικό είδος και συχνά σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια, που μπορεί να ξεπεράσουν σε αριθμό τα 100 άτομα. Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους αρχίζει το Μάιο και ολοκληρώνεται περί τα τέλη Αυγούστου. Ωριμάζει σεξουαλικά σε ηλικία περίπου 2 ετών, όταν το μήκος της είναι γύρω στα 14 εκατοστά.
Αλιεύεται με καλάμι, στατικά δίκτυα, γυροβολιά, σκαρκές και ψαροντούφεκο. Έχει αρκετά μεγάλη εμπορική αξία, η οποία είναι ανάλογη με το μέγεθος του ψαριού. Θεωρείται εκλεκτό έδεσμα.

Κουρκούνα Μαύρη
Η μαύρη κουρκούνα η μαύρη προσφυγοπούλα, όπως είναι γνωστή στην Κύπρο, είναι βενθικό είδος και απαντά στις ίδιες περιοχές με την άσπρη κουρκούνα, αλλά σε μικρότερους αριθμούς. Έχει μεταναστεύσει και αυτή στα μέρη μας από την ερυθρά θάλασσα, μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Είναι σχετικά μικρότερο ψάρι από την άσπρη κουρκούνα. Ένα ώριμο ανεπτυγμένο ψάρι έχει μήκος που κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20 εκατοστών, αν και μπορεί να φτάσει και τα 30 εκατοστά. Όπως και η άσπρη κουρκούνα, χαρακτηρίζεται από τα πολύ λεπτά αιχμηρά και δηλητηριώδη αγκάθια κατά μήκος του ενιαίου ραχιαίου πτερυγίου. Είναι καθαρά φυτοφάγο είδος, που τρέφεται με φύκια και άλγη. Είναι μεταναστευτικό ψάρι και συχνά δημιουργεί κοπάδια, που συγκριτικά με εκείνα της άσπρης κουρκούνας αποτελούνται απο λιγότερα άτομα. Επίσης, ώριμα άτομα του είδους μπορεί να απαντηθουν και μόνα τους. Έχει τις ίδιες διαιτολογικές προτιμήσεις, όπως και η άσπρη κουρκούνα.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους αρχίζει το Μάιο και ολοκληρώνεται περί τα τέλη Αυγούστου. Η μαύρη κουρκούνα ωριμάζει σεξουαλικά, όταν το μήκος της βρίσκεται μεταξύ 12 και 16 εκατοστών.
Αλιεύεται με καλάμι, στατικά δίκτυα, γυροβολιά, σκαρκές και ψαροντούφεκο. Έχει αρκετά μεγάλη εμπορική αξία, η οποία είναι ανάλογη με το μέγεθος του ψαριού. Θεωρείται εκλεκτό έδεσμα.

Αθερίνα
Η αθερίνα είναι μικρό ψάρι μήκους 8 – 15 εκατοστά και μοιάζει πολύ με το μαριδάκι. Λέγεται και «σουβλίτης». Το επίσημο όνομά της είναι “Αθερίνα η εψητός” (Atherina hepsetus) και ανήκει στην οικογένεια αθερινίδες.
Το χρώμα της είναι γκριζοπράσινο, λίγο ασημί με μια μαύρη ταινία στα πλευρά που εκτείνεται από το κεφάλι μέχρι την ουρά. Το σώμα της στρογγυλεύει από το κεφάλι και μετά. Έχει μάτια σχετικά μεγάλα και ρύγχος μυτερό, εξ ου και το όνομα σουβλίτης. Τα λέπια της είναι μικρά και στρογγυλά με μαύρα στίγματα. Τα θωρακικά πτερύγια είναι κοντά και πίσω από τα βράγχια, ενώ τα δύο ραχιαία πτερύγια είναι σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους.

Είναι ψάρι του αφρού (αφρόψαρο), ζει και μετακινείται κοπαδιαστά και τροφή του είναι περισσότερο πλαγκτόν. Κατά τον Μάρτιο πλησιάζει τις ακτές όπου και αποθέτει τ΄ αυγά του που μένουν κολλημένα σε πέτρες και σε φύκια.
Το κρέας τους είναι πολύ νόστιμο (ειδικά όταν είναι αυγομένες).

Γόπα
Η γόπα είναι μεσαίου μεγέθους ψάρι (100-400 gr), έχει χρυσοπράσινο χρώμα και δεν έχει παράξενα χαρακτηριστικά. Βρίσκεται σε κοπάδια . Κρατιέται με μαλάγρα κάτω από το σκάφος που ψαρεύουμε κάθετη , τσαπαρί . Ψαρεύεται και με καλάμι κρεμαστά από τα Βραχιά , τα λιμάνια , με συρτή , πεταχτάρι . Φθάνει τα 20-30 εκ.

Σορκός / Σαργός
Ο σορκός είναι σχετικά μικρού μεγέθους (10-40 εκ.) και το βάρος του μπορεί να φτάσει μέχρι το ένα κιλό . Έχει τιγρέ κάθετες σκούρες γραμμές στο σώμα του και χαρακτηριστικά μαύρο χρώμα στο τέλος της ουράς. Κινείται από την επιφάνεια του νερού μέχρι τα 50 μέτρα.
Ψαρεύεται περισσότερο από τον Ιούλη μέχρι το Νοέμβριο .
Δράκαινα
Έχει το σχήμα κανονικού ψαριού μονό που στη ράχη της έχει κάτι δηλητηριώδη αγκάθια. Μπορούμε να την ψαρέψουμε με πετονιά ή με δίχτυ. Υπάρχει σε μικρά και μεγάλα μεγέθη. Οι μεγάλες δράκαινες βρίσκονται σε πιο βαθιά νερά από ότι οι μικρές. Το χρώμα τους είναι άσπρο στην κοιλιά και η πλάτη τους είναι κόκκινη με κίτρινες βούλες. Είναι δηλητηριώδες ψάρι, γι’ αυτό, επειδή αφθονεί στην περιοχή μας, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.

Γοφάρι
Δυνατό και άγριο πελαγίσιο ψάρι. Πλησιάζει την άνοιξη τις ακτές, ιδιαίτερα στις εκβολές ποταμών όπου έχει αρκετή τροφή από μικρά ψαριά. Φθάνει στα 2 μέτρα και στα 50 κιλά. Τον Ιούλιο – Αύγουστο ψαρεύεται με συρτή από το σκάφος με δόλωμα ζαργάνα, θερινά, μαρίδα, σαρδέλα, καλαμάρι, κουταλάκι, ψεύτικο ψαράκι. Με αρματωσιά συρμάτινη και μύλος με πολλαπλασιαστή γιατί ορμά μόλις πιαστεί μπροστά και κόβει την πετονιά με τα κοφτερά δόντια του.

Γλώσσα
Το περισσότερο στα 30-40 εκ. νόστιμο από τα πλατιά ψαριά και άπαχο με λεπτή γεύση. Ζει στους αμμώδης βυθούς, από 10-60 μ. βάθος. Τρέφεται με σκουλήκι, οστρακοειδή, μικρά ψαριά. Ψαρεύεται με κάθετη, πεταχτάρι και με δίχτυα.

Λούτσος
Ο λούτσος είναι κυνηγός με  στρογγυλό κεφάλι και με κοφτερά μεγάλα δόντια, επιτίθεται και σε ψαριά που είναι πιασμένα στα δίχτυα. Ψαρεύτε συνήθως με spinning με ψεύτικο ψαράκι, κουταλάκι. Φτάνει το 1.50 μέτρο.
Ψαρεύετε ολόχρονα , κυρίως αργά το απόγευμα, βράδυ και νωρίς το πρωί.

Το κρέας του είναι πολύ νόστιμο.

Πηγή: huntingandfishingcy.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου